- φαρφαράς
- ο(λ. τουρκ.), πληθ. -άδες, καυχησιάρης, παινεσιάρης: Πώς να είναι μετριόφρονας, αφού είναι φαρφαράς;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρφαράς — ο, Ν καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. farfara] … Dictionary of Greek
farfara — FARFARÁ, farfarale, s.f. (fam. şi peior.) Flecar, palavragiu; persoană care duce vorba de colo colo, care deformează conţinutul spuselor cuiva şi le transmite astfel altora. – Din tc. farfara. Trimis de cornel, 06.05.2004. Sursa: DEX 98 FARFARÁ … Dicționar Român